Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


digrossaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [digrossaˈmento]

1 λάξευση
2 ραφινάρισμα
3 εκλέπτυνση
4 αφαίρεση της τραχύτητας
5 λιάνισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  digrignare digrossare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

digrassatura (θηλ.ουσ)
digressione (θηλ.ουσ)
digressivo (επίθ.)
digrignamento (ουσ αρσ )
digrignare (ρ. μτβ.)
digrossamento (ουσ αρσ )
digrossare (ρ. μτβ.)
digrossarsi (ρ.μ. (αντων.))
diguazzamento (ουσ αρσ )
diguazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diktat (ουσ αρσ )
dilacerare (ρ. μτβ.)
dilacerazione (θηλ.ουσ)
dilagante (επίθ.)
dilagare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dilaniare (ρ. μτβ.)
dilaniarsi (ρ.μ. (αντων.))
dilapidatore (ουσ αρσ )
dilapidatore (επίθ.)
dilapidazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---