Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdigrossaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [digrossaˈmento] 1 λάξευση 2 ραφινάρισμα 3 εκλέπτυνση 4 αφαίρεση της τραχύτητας 5 λιάνισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |