Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdigrassatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [digrassaˈtura] 1 αφαίρεση του γράσου 2 αφαίρεση του λίπους 3 ξάφρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |