Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


digràmma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈgramma]

ομάδα δύο γραμμάτων (συμφώνων)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  digradazione digrassare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dignitosamente (επίρ.)
dignitoso (επίθ.)
digradante (επίθ.)
digradare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
digradazione (θηλ.ουσ)
digramma (ουσ αρσ )
digrassare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
digrassatura (θηλ.ουσ)
digressione (θηλ.ουσ)
digressivo (επίθ.)
digrignamento (ουσ αρσ )
digrignare (ρ. μτβ.)
digrossamento (ουσ αρσ )
digrossare (ρ. μτβ.)
digrossarsi (ρ.μ. (αντων.))
diguazzamento (ουσ αρσ )
diguazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diktat (ουσ αρσ )
dilacerare (ρ. μτβ.)
dilacerazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---