ItalianoGreco


digrassàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [digrasˈsare]

1 βγάζω γράσο
2 αφαιρώ κηλίδες λίπους ή λαδιού
3 αφαιρώ το λίπος
4 αποβουτυρώνω γάλα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---