Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdigradazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [digradatˈtsjone] 1 βαθμιαία αλλαγή 2 βαθμιαία εξαφάνιση 3 πλαγιά 4 κατηφόρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |