Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dignitàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diɲɲiˈtarjo]

1 προεστός
2 αξιωματούχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dignità dignitosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

digiuno (ουσ αρσ )
digiuno (επίθ.)
diglossia (θηλ.ουσ)
diglossico (αρσ. επίθ και ουσ)
dignità (θηλ.ουσ)
dignitario (ουσ αρσ )
dignitosamente (επίρ.)
dignitoso (επίθ.)
digradante (επίθ.)
digradare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
digradazione (θηλ.ουσ)
digramma (ουσ αρσ )
digrassare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
digrassatura (θηλ.ουσ)
digressione (θηλ.ουσ)
digressivo (επίθ.)
digrignamento (ουσ αρσ )
digrignare (ρ. μτβ.)
digrossamento (ουσ αρσ )
digrossare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---