Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


digiùno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈʤuno]

η νηστεία

digiùno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diˈʤuno]

1 στερημένος
2 νηστικός
3 στερούμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  digiunatore diglossia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


stare a digiuno = νηστεύω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

digitato (επίθ.)
digitazione (θηλ.ουσ)
digitigrado (επίθ.)
digiunare (ρ.αμτβ.)
digiunatore (αρσ. επίθ και ουσ)
digiuno (ουσ αρσ )
digiuno (επίθ.)
diglossia (θηλ.ουσ)
diglossico (αρσ. επίθ και ουσ)
dignità (θηλ.ουσ)
dignitario (ουσ αρσ )
dignitosamente (επίρ.)
dignitoso (επίθ.)
digradante (επίθ.)
digradare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
digradazione (θηλ.ουσ)
digramma (ουσ αρσ )
digrassare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
digrassatura (θηλ.ουσ)
digressione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---