ItalianoGreco


digiùno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈʤuno]

η νηστεία

digiùno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diˈʤuno]

1 στερημένος
2 νηστικός
3 στερούμενος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


stare a digiuno = νηστεύω



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---