Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


digitàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diʤiˈtato]

1 που δείχνει τις θέσεις των δακτύλων (σε παρτιτούρες για έγχορδα όργανα)
2 δακτυλωτός
3 έχων ψηφία
4 δακτυλιοειδής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  digitare digitazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

digitale (θηλ.ουσ)
digitale (επίθ.)
digitalizzare (ρ. μτβ.)
digitalizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
digitare (ρ. μτβ.)
digitato (επίθ.)
digitazione (θηλ.ουσ)
digitigrado (επίθ.)
digiunare (ρ.αμτβ.)
digiunatore (αρσ. επίθ και ουσ)
digiuno (ουσ αρσ )
digiuno (επίθ.)
diglossia (θηλ.ουσ)
diglossico (αρσ. επίθ και ουσ)
dignità (θηλ.ουσ)
dignitario (ουσ αρσ )
dignitosamente (επίρ.)
dignitoso (επίθ.)
digradante (επίθ.)
digradare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---