Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


digitàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [diʤiˈtare]

1 παίζω όργανο με δάκτυλα
2 δείχνω με σύμβολα τις θέσεις των δακτύλων στην ταστιέρα (ειδικά για κιθάρα)
3 δαχτυλοθετώ
4 ψαύω
5 παίζω νότες με δάχτυλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  digitalizzatore digitato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

digiambo (ουσ αρσ )
digitale (θηλ.ουσ)
digitale (επίθ.)
digitalizzare (ρ. μτβ.)
digitalizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
digitare (ρ. μτβ.)
digitato (επίθ.)
digitazione (θηλ.ουσ)
digitigrado (επίθ.)
digiunare (ρ.αμτβ.)
digiunatore (αρσ. επίθ και ουσ)
digiuno (ουσ αρσ )
digiuno (επίθ.)
diglossia (θηλ.ουσ)
diglossico (αρσ. επίθ και ουσ)
dignità (θηλ.ουσ)
dignitario (ουσ αρσ )
dignitosamente (επίρ.)
dignitoso (επίθ.)
digradante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---