Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


digitalizzatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [diʤitaliddzaˈtore]

ψηφιοποιητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  digitalizzare digitare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

digestivo (επίθ.)
digiambo (ουσ αρσ )
digitale (θηλ.ουσ)
digitale (επίθ.)
digitalizzare (ρ. μτβ.)
digitalizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
digitare (ρ. μτβ.)
digitato (επίθ.)
digitazione (θηλ.ουσ)
digitigrado (επίθ.)
digiunare (ρ.αμτβ.)
digiunatore (αρσ. επίθ και ουσ)
digiuno (ουσ αρσ )
digiuno (επίθ.)
diglossia (θηλ.ουσ)
diglossico (αρσ. επίθ και ουσ)
dignità (θηλ.ουσ)
dignitario (ουσ αρσ )
dignitosamente (επίρ.)
dignitoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---