Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


digestìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diʤesˈtivo]

ο χωνευτικός

digestìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diʤesˈtivo]

χωνευτικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  digestione digiambo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

digerente (αρσ. επίθ και ουσ)
digeribile (επίθ.)
digeribilità (θηλ.ουσ)
digerire (ρ. μτβ.)
digestione (θηλ.ουσ)
digestivo (ουσ αρσ )
digestivo (επίθ.)
digiambo (ουσ αρσ )
digitale (θηλ.ουσ)
digitale (επίθ.)
digitalizzare (ρ. μτβ.)
digitalizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
digitare (ρ. μτβ.)
digitato (επίθ.)
digitazione (θηλ.ουσ)
digitigrado (επίθ.)
digiunare (ρ.αμτβ.)
digiunatore (αρσ. επίθ και ουσ)
digiuno (ουσ αρσ )
digiuno (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---