Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Δουβλινέζα [θηλ.ουσ] δουλικότερος [επίθ.]
Δουβλινέζος [ουσ αρσ ] δουλικότητα {χωρ. πληθ...
δούκας {δουκών} δουλικώτατος [επίθ.]
δουκάτο [ουσ ουδ.] δουλικώτερος [επίθ.]
δουκικός [επίθ.] δουλίτσα {χωρ. πληθ...
δούκισσα {δουκισσών... δουλοκτήτης [ουσ αρσ ]
δουλεία {χωρ. πληθ... δουλοπαροικία {δουλοπαρο...
δουλειά [θηλ.ουσ] δουλοπάροικος [ουσ αρσ ]
δούλεμα {δουλέμ-ατ... δουλοπρέπεια [θηλ.ουσ]
δουλεμένος [επίθ.] δουλοπρεπέστατος [επίθ.]
δουλεμπορία [θηλ.ουσ] δουλοπρεπέστερος [επίθ.]
δουλεμπορικός [επίθ.] δουλοπρεπής {δουλοπρεπ...
δουλεμπόριο {δουλεμπορ... δουλοπρεπής {δουλοπρεπ...
δουλέμπορος {δουλεμπόρ... δουλόπρεπος [επίθ.]
δουλευταράς {δουλευταρ... δουλοπρεπώς [επίρ.]
δουλευταρού {δουλευτα-... δούλος [ουσ αρσ ]
δουλευτής {-ήδες κ. ... δουλοσύνη {χωρ. πληθ...
δουλεύτρα {χωρ. γεν.... δουλοφροσύνη [θηλ.ουσ]
δουλεύω {δούλ-εψα,... δουλόφρων {δουλόφρ-ο...
δουλεύω {δούλ-εψα,... Δουλτσινέα [θηλ.ουσ]
δούλεψη {χωρ. πληθ... δούναι [ουσ ουδ.]
δούλη [θηλ.ουσ] δούρειος [επίθ.]
δουλικά [επίρ.] δοχείο [ουσ ουδ.]
δουλικός [επίθ.] δραγομάνος [ουσ αρσ ]
δουλικότατος [επίθ.] δραγουμάνος [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: