Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δούκας  
ουσιαστικό αρσενικό

du`ca ~m~

δούκισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [δούκας ^-α, ο^]
2 duche`ssa ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Δουβλινέζος δουκάτο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---