Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
δουλεμένος
επίθετο
1
participio passato del verbo
[δουλεύω]
2
cesella`to
3
lavora`to
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< δούλεμα
δουλεμπορία >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
δουκικός
[επίθ.]
δούκισσα
{δουκισσών...
δουλεία
{χωρ. πληθ...
δουλειά
[θηλ.ουσ]
δούλεμα
{δουλέμ-ατ...
δουλεμένος
[επίθ.]
δουλεμπορία
[θηλ.ουσ]
δουλεμπορικός
[επίθ.]
δουλεμπόριο
{δουλεμπορ...
δουλέμπορος
{δουλεμπόρ...
δουλευταράς
{δουλευταρ...
δουλευταρού
{δουλευτα-...
δουλευτής
{-ήδες κ. ...
δουλεύτρα
{χωρ. γεν....
δουλεύω
{δούλ-εψα,...
δουλεύω
{δούλ-εψα,...
δούλεψη
{χωρ. πληθ...
δούλη
[θηλ.ουσ]
δουλικά
[επίρ.]
δουλικός
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis