Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδούλη
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [δούλος ^-ου, ο^] 2 schia`va ~f~; serva ~f~ [anche in senso figurato] δούλος ουσιαστικό αρσενικό 1 servo ((anche in senso figurato)) δούλος του Θεού==servo di Dio 2 σκλάβος schia`vo δούλος των παθών του==schiavo delle sue passioni permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |