Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δράκισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [δράκος]

δράκοντας
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [δράκος]

δρακόντισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [δράκοντας]

δράκος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 drago ~m~
2 ((figurato)) mostro ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δράκαινα δρακόντειος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---