Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδράμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 teatro dramma ~m~ 2 ((figurato)) dramma ~m~; evento drammatico ~m~; tragedia ~f~ οικογενειακό δράμα==dramma familiare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |