Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δραματοποίηση  
ουσιαστικό θηλυκό

teatro drammatizzazio`ne ~f~ ((anche in senso figurato))

δραματοποίησις
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [δραματοποίηση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δραματοποιημένος δραματοποιώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---