Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δρασκελάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [δρασκελώ]

δρασκελίζω
ρήμα μεταβατικό

lo stesso che [δρασκελώ]

δρασκελώ  
ρήμα μεταβατικό

varca`re; salta`re; oltrepassa`re δρασκελώ το κατώφλι==varcare la soglia | δρασκέλησε το χαντάκι==ha saltato il fosso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δράση δρασκελιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---