Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
δράστης
ουσιαστικό αρσενικό
auto`re ~m~ di un rea`to
συνέλαβαν το δράστη επ' αυτοφώρω==l'autore del reato è stato colto in flagrante
δράστις
ουσιαστικό θηλυκό
variante letteraria di
[δράστρια]
δράστρια
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di
[δράστης]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< δραστηρίως
δράστιδα >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
δραστηριοποιούμαι
[-είσαι, -...
δραστηριοποιώ
{δραστηριο...
δραστήριος
[επίθ.]
δραστηριότητα
{δραστηριο...
δραστηρίως
[επίρ.]
δράστης
{δραστών}
δράστιδα
{δραστριών...
δραστικά
[επίρ.]
δραστικός
[επίθ.]
δραστικότατος
[επίθ.]
δραστικότερος
[επίθ.]
δραστικότητα
[θηλ.ουσ]
δραστικώτατος
[επίθ.]
δραστικώτερος
[επίθ.]
δράστις
{δράστ-ιδο...
δράστρια
{δραστριών...
δράττομαι
[ρ. παθ.]
δράττω
[ρ. μτβ.]
δραχμή
[θηλ.ουσ]
δραχμοβίωτος
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis