Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδραστήριος
επίθετο atti`vo; ene`rgico; opero`so δραστήρια γυναίκα==donna energico | δραστήριο μέλος του κόμματος==membro attivo del partito permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |