Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δραστηριοποίηση  
ουσιαστικό θηλυκό

il re`ndere attivo, opero`so; attivazio`ne ~f~

δραστηριοποίησις
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [δραστηριοποίηση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δραστηριοποιημένος δραστηριοποιούμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---