Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδραστικός
επίθετο 1 dra`stico δραστικό φάρμακο==medicinale efficace 2 αποτελεσματικός effica`ce δραστικά μέτρα==misure drastiche | δραστική λύση==soluzione drastica δραστικότατος επίθετο superlativo di [δραστικός] δραστικότερος επίθετο comparativo di [δραστικός] δραστικώτατος επίθετο superlativo di [δραστικός] δραστικώτερος επίθετο comparativo di [δραστικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |