Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δραστηριοποιούμαι
ρήμα παθητικό

re`ndersi atti`vo; darsi da fare μην αδρανείς, δραστηριοποιήσου==non stare con le mani in mano: datti da fare!

δραστηριοποιώ  
ρήμα μεταβατικό

1 anima`re
2 attiva`re
3 mobilita`re
4 fare funziona`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δραστηριοποίησις δραστήριος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---