Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δραπέτης  
ουσιαστικό αρσενικό

eva`so ~m~

δραπέτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [δραπέτης ^-η, ο^]
2 eva`sa ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δραπετεύω δράση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---