Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δράση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 azio`ne ~f~ μπαίνω σε δράση==entrare in azione | δράση δηλητηρίου==azione di un veleno | είναι ώρα για δράση==è il momento di agire
2 δραστηριότητα attività ~f~ η πολιτική δράση ενός ανθρώπου==l'attività politica di una persona | όλοι θυμούνται την ηρωική του δράση στον πόλεμο==tutti ricordano i suoi atti d'eroismo in guerra
3 ((figurato)) azio`ne ~f~ ταινία χωρίς δράση==film privo d'azione+++άμεση δράση==pronto intervento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δραπέτισσα δρασκελάω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το τμήμα άμεσης δράσης = squadra [θηλ.] mobile


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---