Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δράμι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 antica unità di peso dramma ~f~
2 ((figurato)) grammo ~m~; bri`ciolo ~m~ δράμι μυαλό δεν έχεις==non hai un briciolo di cervello

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δραματουργός δραξιά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---