Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδράμι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 antica unità di peso dramma ~f~ 2 ((figurato)) grammo ~m~; bri`ciolo ~m~ δράμι μυαλό δεν έχεις==non hai un briciolo di cervello permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |