Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδραξιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 mancia`ta ~f~
2 pugno ~m~

δραξιά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αδραξιά]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδρανώ αδράπανος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---