Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαδράχνω
ρήμα μεταβατικό 1 afferra`re; agguanta`re με άδραξε από τους ώμους==mi ha agguantato per le spalle | μού άδραξε το χέρι==mi afferrò la mano 2 impugna`re αδράχνω το σπαθί==impugnare la spada 3 strappa`re di mano του άδραξε το περίστροφο==gli ha strappato di mano la pistola αδράχτω ρήμα μεταβατικό variante di [αδράχνω] δράζω ρήμα μεταβατικό variante di [αδράχνω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |