Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδυνατίζω  
ρήμα αμετάβατο

1 indeboli`risi αδυνάτισε επικίνδυνα ο σφυγμός του==il suo battito si è pericolosamente indebolito
2 dimagri`re; pe`rdere peso ολοένα κι αδυνατίζει==dimagrisce a vista d'occhio

αδυνατίζω
ρήμα μεταβατικό

indeboli`re; debilita`re; re`ndere de`bole η ηπατίτιδα τον αδυνάτισε==l'epatite lo ha debilitato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδύναμος αδυνάτισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---