Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αδυνατισμένος
επίθετο
1
participio passato del verbo
[αδυνατίζω]
2
fle`bile
3
macera`to
4
svani`to
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αδυνάτισμα
αδύνατο >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αδυναμία, (raro) αδυναμιά
{αδυναμιών...
αδύναμος
[επίθ.]
αδυνατίζω
{αδυνάτισ-...
αδυνατίζω
{αδυνάτισ-...
αδυνάτισμα
[ουσ ουδ.]
αδυνατισμένος
[επίθ.]
αδύνατο
[ουσ ουδ.]
αδύνατον
[ουσ ουδ.]
αδύνατος
[επίθ.]
αδυνατώ
{αδυνατείς...
αδυσώπητα
[επίρ.]
αδυσώπητος
[επίθ.]
άδυτο
[ουσ ουδ.]
άδυτος
[επίθ.]
άδω
{μόνο σε ε...
Άδωνις
{Αδώνιδος}...
αδώριστος
[επίθ.]
αδωροδόκητος
[επίθ.]
άδωρος
[επίθ.]
άε
pl άστε
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis