Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άδυτο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 storia a`dito ~m~; sacra`rio ~m~ di un te`mpio
2 ((figurato)) luo`go ~m~ impenetra`bile, igno`to τα άδυτα της ψυχής του ανθρώπου==il profondo dell'animo umano

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδυσώπητος άδυτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---