Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αεικίνητο  
ουσιαστικό ουδέτερο

conge`gno ~m~ immagina`rio per realizza`re il moto perpe`tuo

αεικίνητον
ουσιαστικό ουδέτερο

forma arcaica di [αεικίνητο ^-ου, το^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αειθαλής αεικίνητος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---