Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αεικίνητος  
επίθετο

1 sempre in movime`nto; che non sta mai fermo
2 ((figurato)) ene`rgico; instanca`bile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αεικίνητον αείμνηστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---