Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδυνατώ  
ρήμα αμετάβατο

non pote`re; non e`ssere in grado; e`ssere nell'impossibilità αδυνατώ να σε βοηθήσω==mi è impossibile aiutarti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδύνατος αδυσώπητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---