Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαδυναμία, (raro) αδυναμιά
ουσιαστικό θηλυκό 1 ατονία debole`zza ~f~; fiacche`zza ~f~ η απεργία πείνας τού έχει προκαλέσει φοβερή αδυναμία==lo sciopero della fame gli ha provocato una tremenda debolezza 2 ανικανότητα incapacità ~f~; impossibilità ~f~ βρισκόταν σε αδυναμία να συνεχίσει==si trovava nell'impossibilità di continuare 3 ελάττωμα dife`tto ~m~; manca`nza ~f~; debole`zza ~f~ τον συμπαθώ παρ' όλες του τις αδυναμίες==mi è simpatico nonostante tutti i suoi difetti | το ποτό είναι η αδυναμία του==l'alcool è la sua grande debolezza 4 deficie`nza ~f~; debole`zza ~f~; lacu`ne ~fp~ έχει κάποιες αδυναμίες στη γραμματική==ha alcune lacune in grammatica permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |