Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δουλοπρεπέστατος
επίθετο

superlativo di [δουλοπρεπής]

δουλοπρεπέστερος
επίθετο

comparativo di [δουλοπρεπής]

δουλοπρεπής  
επίθετο

servi`le

δουλοπρεπής
ουσιαστικό αρσενικό

1 leccapie`di [mi]
2 adulato`re ~m~ servi`le

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δουλοπρέπεια δουλόπρεπος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---