Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δραγουμάνος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 dragoma`nno ~m~
2 turcima`nno ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δραγομάνος δραγώνος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---