Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δουλεία  
ουσιαστικό θηλυκό

servitù ~f~; schiavitù ~f~ η κατάργηση της δουλείας==l'abolizione della schiavitù

δουλειά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 lavo`ro ~m~ πνευματική δουλειά==lavoro intellettuale | χειρωνακτική δουλειά==lavoro manuale | οι δουλειές τον σπιτιού==i lavori domestici; le faccende di casa | πνίγεται στη δουλειά==è oberato di lavoro | άνθρωπος για όλες τις δουλειές==uomo tutto fare, il tuttofare
2 lavo`ro ~m~; professio`ne ~f~; mestie`re ~f~; impie`go ~m~ βρήκε μια καλή δουλειά==ha trovato un buon lavoro
3 affa`re ~m~ δεν κάνω δουλειές μαζί του==non faccio affari con lui | κοίτα τη δουλειά σου==bada agli affari tuoi!
4 ταλαιπωρία gua`io| ~m~; no`ia ~f~; fasti`dio ~m~ ανοίξαμε δουλειές==ci siamo messi nei guai
5 effe`tto ~m~ το φάρμακο έκανε τη δουλειά του==la medicina ha fatto effetto+++τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;==e tu che ci fai qui? | έχω δουλειά==ho da fare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δούκισσα δούλεμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---