Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδουλευταράς
ουσιαστικό αρσενικό gran lavorato`re ~m~; stacanovi`sta ~m~; uo`mo ~m~ attacca`to al lavo`ro δουλευταρού ουσιαστικό θηλυκό femminile di [δουλευταράς] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |