Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δούλεψη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 lavo`ro ~m~; fati`ca ~f~ κρίμα στη δούλεψή μας!==che fatica sprecata!
2 servi`zio ~m~ είμαι στη δούλεψη κάποιου==essere al servizio di qualcuno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δουλεύω δούλη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---