Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδουλεύω
ρήμα μεταβατικό 1 lavora`re ξέρει να δουλεύει καλά τον πηλό==sa lavorare bene la ceramica 2 υπηρετώ servi`re 3 ((figurato)) pre`ndere in giro με δουλεύεις;==mi prendi in giro? δουλεύω ρήμα αμετάβατο 1 lavora`re; esercita`re un mestie`re δουλεύω από δώδεκα χρόνων==lavoro dall'età di dodici anni | δουλεύει στο τελωνείο==lavora alla dogana | δουλεύει για ένα κομμάτι ψωμί==lavora per un pezzo di pane 2 λειτουργώ funziona`re ο ανεμιστήρας σταμάτησε να δουλεύει==il ventilatore ha smesso di funzionare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |