Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δουλευτής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 lavorato`re ~m~
2 chi lavo`ra molto e con impe`gno; gran lavorato`re ~m~

δουλεύτρα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [δουλευτής ^-ή, ο^]
2 lavoratri`ce ~f~
3 chi lavo`ra molto e con impe`gno; gran lavoratri`ce ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δουλευταρού δουλεύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---