Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδούλεμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 elaborazio`ne ~f~; tema ~m~ η έκθεσή σου ήθελε ακόμα δούλεμα==avresti dovuto elaborare un po' di più il tuo tema 2 ((popolare)) aratu`ra ~f~ 3 ((figurato)) canzonatu`ra ~f~; beffa ~f~; presa ~f~ in giro κομμένο το δούλεμα==smettiamola con queste prese in giro! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |