Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Δουβλινέζα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Δουβλινέζος ^-ου, ο^]
2 abita`nte ~f~ di Dubli`no; dubline`se ~f~

Δουβλινέζος
ουσιαστικό αρσενικό

abita`nte ~m~ di Dubli`no; dubline`se ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δότρια δούκας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---