Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

διάφραγμα {διαφράγμ-... διαχειμάζων [επίθ.]
διαφραγματικός [επίθ.] διαχείμαση [θηλ.ουσ]
διαφυγή [θηλ.ουσ] διαχειρίζομαι {διαχειρίσ...
διαφυλαγμένος [επίθ.] διαχείριση {-ης κ. -ί...
διαφυλάγω (διαφύλ-αξ... διαχείρισις [θηλ.ουσ]
διαφύλαξη {-ης κ. -ά... διαχειριστής [ουσ αρσ ]
διαφυλάσσω {διαφύλα-ξ... διαχειριστικός [επίθ.]
διαφυλάττομαι [ρ. παθ.] διαχειρίστρια {διαχειρισ...
διαφυλάττω (διαφύλ-αξ... διαχέομαι Ρ αόρ. διέ...
Διαφυλετικός [επίθ.] διαχεόμενος [επίθ.]
διάφυση {-ης κ. -ύ... διαχέω {διέχυσα, ...
διαφωνία {διαφωνιών... διαχρονία {διαχρονιώ...
διαφωνικός [επίθ.] διαχρονικός [επίθ.]
διαφωνώ {διαφωνείς... διαχρονικότητα [θηλ.ουσ]
διαφωνών [επίθ.] διαχυμένος [επίθ.]
διαφωτίζω {διαφώτισ-... διαχύνομαι [ρ. παθ.]
διαφώτιση [-εις] διαχύνω (διέχυσα, ...
διαφωτισμένος [επίθ.] διάχυση {-ης κ. -ύ...
διαφωτισμός {χωρ. πληθ... διαχυτικός [επίθ.]
διαφωτιστής {διαφωτιστ... διαχυτικότητα {χωρ. γεν....
διαφωτιστικός [επίθ.] διάχυτος [επίθ.]
διαφωτίστρια {διαφωτιστ... διαχυτός [επίθ.]
διάφωτος [επίθ.] διαχωρίζομαι [ρ. παθ.]
διαχαραγμένος [επίθ.] διαχωρίζω {διαχώρισ-...
διαχειμάζω {διαχείμασ... διαχωρίζων [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: