Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαφυγή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 scampo ~m~; fuga ~f~ διαφυγή στο εξωτερικό==fuga all'estero
2 di gas, liquidi fuga ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαφραγματικός διαφυλαγμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---