Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαφυγή
ουσιαστικό θηλυκό 1 scampo ~m~; fuga ~f~ διαφυγή στο εξωτερικό==fuga all'estero 2 di gas, liquidi fuga ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |