Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαφωνία  
ουσιαστικό θηλυκό

disacco`rdo ~m~; disse`nso ~m~ εκφράζω τη διαφωνία μου==esprimere il proprio dissenso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διάφυση διαφωνικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---