Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαφυλάγω
ρήμα μεταβατικό

variante di [διαφυλάσσω]

διαφυλάσσω  
ρήμα μεταβατικό

salvaguarda`re; tutela`re; custodi`re

διαφυλάττομαι
ρήμα παθητικό

variante di [διαφυλάσσομαι]

διαφυλάττω
ρήμα μεταβατικό

variante di [διαφυλάσσω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαφυλαγμένος διαφύλαξη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---