Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαφύλαξη
ουσιαστικό θηλυκό salvagua`rdia ~f~; tute`la ~f~; custo`dia ~f~ η διαφύλαξη της καλλιτεχνικής περιουσίας==la salvaguardia del patrimonio artistico permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |